προετοιμάσησθε

προετοιμάσησθε
προετοιμάζω
get ready beforehand
aor subj mid 2nd pl
προετοιμάζω
get ready beforehand
aor subj act 2nd pl (epic)
προετοιμάσησθε , προετοιμάζω
get ready beforehand
aor subj mid 2nd pl
προετοιμάσησθε , προετοιμάζω
get ready beforehand
aor subj act 2nd pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προετοιμάζω — ΝΜΑ 1. ετοιμάζω κάτι από πριν, προπαρασκευάζω (α. «...προετοίμασαν το πραξικόπημα λεπτομερώς» β. «τὸ ἡμῑν αὐτοῑς τὴν ἀσφάλειαν προετοιμάσαι», Ιωάνν. Κατακ.) 2. προπαρασκευάζω, προδιαθέτω κάποιον για κάτι (α. «τόν προετοίμασα για να αντιμετωπίσει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”